- γενικεύω
- γενικεύω, γενίκευσα βλ. πίν. 19
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
γενικεύω — 1. μετατρέπω κάτι από μερικό σε γενικό 2. επεκτείνω 3. καθιστώ κάτι κοινό σε πολλούς, το διαδίδω 4. παθ. μπορώ να γενικευθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στα Πρακτικά Γερουσίας Ιονίου Κράτους] … Dictionary of Greek
γενικεύω — γενίκευσα, γενικεύτηκα, γενικευμένος 1. κάνω κάτι από μερικό γενικό: Γενίκευσε το θέμα της ομιλίας του. 2. επεκτείνω, διευρύνω, διαδίδω: Η διαμάχη γενικεύτηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γενίκευση — η 1. καθολίκευση 2. η καθολική, η γενική εφαρμογή αρχής, νόμου, κανόνα 3. επέκταση («η γενίκευση τής συζήτησης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γενικεύω. Η λ. γενίκευσις μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Δρακούλη] … Dictionary of Greek
γενικεύσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να γενικευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενικεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Νικόλ. Κοντόπουλου] … Dictionary of Greek
καθολικεύω — καθιστώ κάτι καθολικό, γενικεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθολικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
καθολικεύω — καθολίκευσα, καθολικεύτηκα, καθολικευμένος, κάνω κάτι γενικό, το γενικεύω: Η συνήθεια αυτή καθολικεύτηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)